- κακάρισμα
- το [κακαρίζω]1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακάρισμα — το η φωνή της κότας: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωγμός — και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) [κλώζω] ο ήχος τής φωνής τής κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.) μσν. αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα αρχ. κροτάλισμα τής γλώσσας για παρακίνηση αλόγου … Dictionary of Greek
κλωσμός — ο (AM κλωσμός) [κλώζω] κλωγμός, κακάρισμα αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα … Dictionary of Greek
κίκκα — (I) κίκκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίς», όρνιθα, κότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από το κακάρισμα τής κότας] … Dictionary of Greek
λόξυγγας — Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος, η οποία προκαλεί βίαιη εισπνοή που ακολουθείται από απότομη σύγκλειση της γλωττίδας και από χαρακτηριστικό ήχο στον λάρυγγα. Συχνά παρατηρείται στα έμβρυα κατά τη διάρκεια της κύησης ή συνοδεύει το κλάμα, αλλά … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek